αναιδης

αναιδης
    ἀναιδής
    ἀν-αιδής
    2
    1) бесстыдный, наглый
    

(προΐκτης, μνηστῆρες Hom.; θρέμμα Soph.; λόγος Isae., Arph.)

    2) дерзкий, смелый
    

(ἐλπίς Pind.)

    3) безжалостный, жестокий, страшный
    

(κυδοιμὸς δηϊοτῆτος, λᾶας, sc. Σισύφου Hom.; πότμος Pind.; ἔργα Soph.; ὀδόντες Theocr.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αναιδης" в других словарях:

  • ἀναιδής — shameless masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναιδής — ες (Α ἀναιδής) αυτός που δεν έχει αιδώ, ντροπή, αδιάντροπος, αναίσχυντος, αυθάδης αρχ. 1. βίαιος, σκληρός, ανελέητος, άσπλαχνος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀναιδές αναίδεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν στερ. + αἰδώς. ΠΑΡ. αναίδεια αρχ. ἀναιδίζομαι. ΣΥΝΘ. αρχ..… …   Dictionary of Greek

  • αναιδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αδιάντροπος, θρασύς: Τον τελευταίο καιρό έγινε πολύ αναιδής ο νέος αυτός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναιδῆ — ἀναιδής shameless neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀναιδής shameless masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀναιδής shameless masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναιδέστερον — ἀναιδής shameless adverbial comp ἀναιδής shameless masc acc comp sg ἀναιδής shameless neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναιδεστάτων — ἀναιδής shameless fem gen superl pl ἀναιδής shameless masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναιδεστέρων — ἀναιδής shameless fem gen comp pl ἀναιδής shameless masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναιδεστέρως — ἀναιδής shameless masc acc comp pl (doric) ἀναιδής shameless comp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναιδεῖ — ἀναιδής shameless masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀναιδής shameless masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναιδεῖς — ἀναιδής shameless masc/fem acc pl ἀναιδής shameless masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναιδέα — ἀναιδής shameless neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἀναιδής shameless masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»